- ἀπ-αειρόμενος
ἀπ-αειρόμενος (s. ἀπαίρω), πόλιος Il. 21, 563, sich hinweghebend, weggehend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπ-αειρόμενος (s. ἀπαίρω), πόλιος Il. 21, 563, sich hinweghebend, weggehend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀειρόμενος — ἀείρω attach pres part mp masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορύσσω — (Α) [κόρυς] 1. οπλίζω κάποιον με κράνος, με περικεφαλαία, ετοιμάζω για πόλεμο, εξοπλίζω («Αἴας δὲ κορύσσετο νώροπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.) 2. προτρέπω για πόλεμο («κορύσσουσα κλόνον ἀνδρών», Ησίοδ.) 3. διευθετώ, παρασκευάζω, οργανώνω («βίον κορυσσέμεν… … Dictionary of Greek