- ἀ-πιθής
ἀ-πιθής, ές, p. = ἀπειϑής, Rufin. 20 (V, 87).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-πιθής, ές, p. = ἀπειϑής, Rufin. 20 (V, 87).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… … Dictionary of Greek