- παρά-πταισμα
παρά-πταισμα, τό, Verstoß, Irrthum, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρά-πταισμα, τό, Verstoß, Irrthum, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πταίσμα — Είναι όρος τόσο του αστικού όσο και του ποινικού δικαίου, ενώ γενικά εννοιολογικά αποτελεί στοιχείο κάθε παράβασης κανόνος ή όρου δικαιοπραξίας. Κατά το δίκαιο των ενοχών, κάθε αθέτηση νομίμων υποχρεώσεων, και ιδιαίτερα των υποχρεώσεων του… … Dictionary of Greek