ἀπ-εκ-λέγομαι

ἀπ-εκ-λέγομαι

ἀπ-εκ-λέγομαι, beim Auswählen verwerfen, Diosc.; Antip. bei Clem. Al. Strom. 2, 21.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λέγομαι — λέγομαι, ειπώθηκα και λέχθηκα, ειπωμένος βλ. πίν. 175 (και ως απρόσ. λέγεται) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λέγομαι — λέγω 1 lay pres ind mp 1st sg λέγω 2 pick up pres ind mp 1st sg λέγω 3 lay pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Legen — Lêgen, verb. reg. act. welches von dem Bey und Nebenworte leg, niedrig, abstammet, und eigentlich niedrig machen bedeutet, da es denn das Activum von dem Neutro liegen ist. Da nun ein Körper unter andern auch niedriger gemacht wird, wenn man… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • επιμυθεύομαι — ἐπιμυθεύομαι (Α) διαδίδομαι ως πλαστή διήγηση ἡ φήμη που δεν στηρίζεται στην πραγματικότητα («τά δ’ ἐπιμυθευόμενα πέπλασται μᾱλλον ὑπὸ τῶν γυναικῶν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μυθεύομαι «λέγομαι» (< μύθος)] …   Dictionary of Greek

  • κοινογραφώ — κοινογραφῶ, έω (Μ) 1. γράφω στην κοινή διάλεκτο, δηλ. αυτήν που μιλά ο λαός 2. γράφω κατά τον κοινό, τον συνήθη τρόπο 3. παθ. κοινογραφοῡμαι, έομαι (για λέξεις) γράφομαι ή λέγομαι κατά την κοινή διάλεκτο («τοῡ ῥυπόωντα ἡ συζυγία δευτέρα τῶν… …   Dictionary of Greek

  • κοντολεγόμενος — κοντολεγόμενος, ένη, ον (Μ) σύντομος, περιληπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + λεγόμενος, μτχ. ενεστ. τού ρ. λέγομαι] …   Dictionary of Greek

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

  • παροιμιάζω — Α [παροιμία] 1. μέσ. παροιμιάζομαι α) κάνω κάτι παροιμία, καθιστώ κάτι παροιμιώδες («ὁ τὸν θεὸν πρῶτον παροιμιασάμενος», Πλάτ.) β) μιλώ με παροιμίες, εκφράζω κάτι με παροιμίες, κάνω χρήση παροιμίας για να εκφράσω κάτι («τοιαυτά φασιν ἄνθρωποι… …   Dictionary of Greek

  • προσπίπτω — ΝΜΑ 1. πέφτω πάνω σε κάποιον ή κάτι, προσκρούω 2. υποπίπτω στην αντίληψη κάποιου 3. προσπέφτω («προσπεσὼν δ αὐτῷ... ἱκέτευε», Πλάτ.) αρχ. 1. πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, τόν αγκαλιάζω 2. ασχολούμαι με κάτι με προσοχή και αφοσίωση 3. συναντώ… …   Dictionary of Greek

  • προσρίπτω — ΜΑ, και προσριπτῶ, έω, Α ρίχνω κάτι πάνω σε κάποιον ή πάνω σε κάτι ή ρίχνω κάτι προς μία κατεύθυνση («προσέρριψε τῇ γῇ τὸ σκῆπτρον διὰ τὴν ὀργήν», Σχόλ. Ιλ.) μσν. παθ. προσρίπτομαι προστίθεμαι αρχ. 1. επιρρίπτω, προσάπτω σε κάποιον κάτι («ὄνειδος …   Dictionary of Greek

  • τερατολογώ — τερατολογῶ, έω, ΝΑ [τερατολόγος] νεοελλ. λέω τερατολογίες αρχ. 1. μιλώ σχετικά με παράδοξα θαυμαστά φυσικά φαινόμενα τα οποία μπορούν να ερμηνευθούν ως θεϊκά σημεία («δοκεῑν ὅπερ λέγουσιν οἱ τερατολογοῡντες μυκᾱσθαι τήν γῆν», Αριστοτ.) 2. παθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”