- ἀπειλητής
ἀπειλητής, ὁ, = ἀπειλητήρ, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπειλητής, ὁ, = ἀπειλητήρ, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
απειλητής — ἀπειλητής, ο (Α) ο απειλητήρ … Dictionary of Greek
ἀπειλητής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειληταί — ἀπειλητής masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απειλώ — (I) ἀπειλῶ ( έω) (Α) 1. κρατώ μακριά, απομακρύνω βίαια 2. ξετυλίγω, ξεδιπλώνω 3. παθ. α) πέφτω σε στενοχώρια β) συνωθούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)* + ειλέω (Ι) «συγκεντρώνω, πιέζω»]. (II) (AM ἀπειλῶ, έω) εκφοβίζω, φοβερίζω νεοελλ. παθ. επίκειμαι ως… … Dictionary of Greek