- ἀπ-εμ-φερής
ἀπ-εμ-φερής,ές, unähnlich, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπ-εμ-φερής,ές, unähnlich, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Φέρης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φερῇς — Φεραί fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρῃς — φέρω fero pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρηις — φέρῃς , φέρω fero pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φέρησι — Φέρης masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φέρητα — Φέρης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φέρητε — Φέρης masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φέρητι — Φέρης masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φέρητος — Φέρης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθυφερής — εὐθυφερής, ές (Α) αυτός που κινείται ευθύγραμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + φερής (< φέρω), πρβλ. ανω φερής, κατω φερής] … Dictionary of Greek
ευφερής — εὐφερής, ές (Μ) αυτός που κινείται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φερής (< φέρω), πρβλ. ανω φερής, παρεμ φερής] … Dictionary of Greek