- ἀπ-εύχετος
ἀπ-εύχετος, = ἄπευκτος, Aesch. Ch. 153. 616.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπ-εύχετος, = ἄπευκτος, Aesch. Ch. 153. 616.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυεύχετος — ον, Α πολύευκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + εύχετος (< εὔχομαι), πρβλ. απ εύχετος] … Dictionary of Greek