ἀπ-εχθής

ἀπ-εχθής

ἀπ-εχθής, ές (ἔχϑος), verhaßt, Soph. Ant. 50; Theocr. 1, 101; – feindselig, Antiphil. 38 (IX, 294). – Adv., ἀπεχϑῶς διακεῖσϑαι πρός τινα D. Hal. 7, 31; ἔχειν πρός τι 11, 59; τινί Dem. 5, 18.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πανεχθής — ές, Α πάρα πολύ μισητός, μισητότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εχθής (< ἔχθος «μίσος»), πρβλ. φιλ εχθής] …   Dictionary of Greek

  • φιλεχθής — ές, Α φίλεχθρος·. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + εχθής (< ἔχθος «μίσος»), πρβλ. εἰδ εχθής] …   Dictionary of Greek

  • δημεχθής — δημεχθής, ές (Α) λαομίσητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + εχθής < έχθος] …   Dictionary of Greek

  • ειδεχθής — ές (Α εἰδεχθής, ές) ο αποκρουστικός στην όψη («ειδεχθής κακούργος», «ειδεχθές έγκλημα») αρχ. σάπιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < είδος + εχθής < έχθος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”