- ὀπισθο-κάλυμμα
ὀπισθο-κάλυμμα, τό, Bedeckung von hinten, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀπισθο-κάλυμμα, τό, Bedeckung von hinten, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οπισθ(ο)- — (ΑΜ οπισθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίρρ. ὄπισθεν (το ο από το συνδετικό φωνήεν) και δηλώνει ότι το β συνθετικό βρίσκεται πίσω (πρβλ. οπισθ αύλιο, οπισθό δομος, οπισθο κάλυμμα) ή… … Dictionary of Greek