- ὀπισθ-ουρητικός
ὀπισθ-ουρητικός, ή, όν, nach hinten pissend, Arist. H. A. 2, 1. 5, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀπισθ-ουρητικός, ή, όν, nach hinten pissend, Arist. H. A. 2, 1. 5, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οπισθουρητικός — ή, ό (Α ὀπισθουρητικός, ή, όν) νεοελλ. ανατ. φρ. «οπισθουρητικό όγκωμα» εγκάρσιο όγκωμα που ενώνει τις δύο εκβολές τών ουρητήρων αρχ. αυτός που ουρεί προς τα πίσω («ὥσπερ τὰ ὀπισθουρητικὰ τῶν τετραπόδων», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * +… … Dictionary of Greek