- παρθένειος
παρθένειος, jungfräulich; αἰών, Aesch. Ag. 229; λέχος, ἡδονή, Eur. Troad. 671 Hipp. 1302.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρθένειος, jungfräulich; αἰών, Aesch. Ag. 229; λέχος, ἡδονή, Eur. Troad. 671 Hipp. 1302.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρθένειος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθένειος — και ποιητ. τ. παρθενήϊος, ον, Α [παρθένος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παρθένο, παρθενικός, κοριτσίστικος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παρθένεια α) λυρικά χορικά άσματα, είδος πομπικών ύμνων που άδονταν με τη συνοδεία αυλού από νεαρές… … Dictionary of Greek
παρθένειον — παρθένειος masc/fem acc sg παρθένειος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενήιον — παρθενήϊον , παρθένειος masc acc sg (ionic) παρθενήϊον , παρθένειος neut nom/voc/acc sg (ionic) παρθενήϊον , παρθένειος masc/fem acc sg (ionic) παρθενήϊον , παρθένειος neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενηίας — παρθενηΐᾱς , παρθένειος fem acc pl (ionic) παρθενηΐᾱς , παρθένειος fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενηίοις — παρθενηΐοις , παρθένειος masc/neut dat pl (ionic) παρθενηΐοις , παρθένειος masc/fem/neut dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενήια — παρθενήϊα , παρθένειος neut nom/voc/acc pl (ionic) παρθενήϊα , παρθένειος neut nom/voc/acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθένει' — παρθένεια , παρθένεια songs sung by a chorus of maidens neut nom/voc/acc pl παρθένεια , παρθένειος neut nom/voc/acc pl παρθένειε , παρθένειος masc/fem voc sg παρθένεια , παρθένια signs of virginity neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθένια — τὰ, Α 1. λυρικά χορικά άσματα, τα παρθένεια, βλ. παρθένειος 2. τα σημεία που χαρακτηρίζουν την παρθενία μιας γυναίκας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού πληθ. τού ουδ. τού επιθ. παρθένιος] … Dictionary of Greek
παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο … Dictionary of Greek
ԿՈՒՍԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 1123 Chronological Sequence: Unknown date, 9c, 10c, 12c ա. παρθένειος, νιος, παρθενικός virginalis, virgineus. Սեպհական կուսի եւ կուսութեան. *Կուսական որովայն, կամ արգանդ, կաթն. ծնունդ, մաքրութիւն, տօն. Շար.: *կոյս կուսական… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)