- παρ-ολίσθημα
παρ-ολίσθημα, τό, = Folgdm, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-ολίσθημα, τό, = Folgdm, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όλισθος — ὄλισθος, ὁ (Α) 1. η ολισθηρότητα, η γλιστεράδα («ἡ ἄνοδος ἐπὶ πολὺ καὶ ἀνάντης καὶ ὄλισθον ἔχουσα», Λουκιαν.) 2. το ολίσθημα, το γλίστρημα 3. παράπτωμα, σφάλμα 4. τάση για αμαρτία 5. παγίδα 6. είδος ψαριού με λείο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ.… … Dictionary of Greek