- ἀπ-αφαυαίνω
ἀπ-αφαυαίνω, ganz austrocknen, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπ-αφαυαίνω, ganz austrocknen, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αφαυαίνω — ἀφαυαίνω (Α) 1. λιμοκτονώ, φθίνω, σβήνω 2. παθ. ξεραίνομαι, πεθαίνω από τη δίψα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο) + αυαίνω «ξεραίνω, μαραίνω, καταστρέφω»] … Dictionary of Greek
συναφαυαίνω — Μ αποξηραίνω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀφαυαίνω «ξηραίνω, φθίνω, σβήνω»] … Dictionary of Greek