ἀπ-αυχενίζω

ἀπ-αυχενίζω

ἀπ-αυχενίζω, 1) ταῦρον, Philostr. iun. imag. 2, einen Stier bändigen, indem man ihm den Hals zurückzieht, – 2) vom Halse das Joch abschütteln, sich befreien, Sp., wie Philo. – 3) Bei D. Sic. 34 den Hals abschneiden.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αυχενίζω — αὐχενίζω (Α) 1. κόβω τον λαιμό κάποιου, αποκεφαλίζω 2. στραγγαλίζω, πνίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυχήν ( ένος). ΠΑΡ. αρχ. αυχενιστήρ. ΣΥΝθ. αρχ. απαυχενίζω, υψαυχενίζω αρχ. μσν. παραυχενίζω] …   Dictionary of Greek

  • αὐχενίζει — αὐχενίζω cut the throat of pres ind mp 2nd sg αὐχενίζω cut the throat of pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχενίζειν — αὐχενίζω cut the throat of pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχενίζεται — αὐχενίζω cut the throat of pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχενίζοντες — αὐχενίζω cut the throat of pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχενίζουσα — αὐχενίζω cut the throat of pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχενίζουσαν — αὐχενίζω cut the throat of pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηὐχένιζε — αὐχενίζω cut the throat of imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… …   Dictionary of Greek

  • αυχενιστήρ — αὐχενιστήρ, ο (Α) [αυχενίζω] 1. (βρόχος) κατάλληλος για απαγχονισμό 2. επίδεσμος του αυχένα …   Dictionary of Greek

  • καταυχένισμα — το χτύπημα που καταφέρεται στον αυχένα με την παλάμη, σβερκιά, καρπαζιά, κατραπακιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αυχένισμα (< αὐχενίζω «σπάζω τον αυχένα»), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ουσ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”