- ἀπαρίνη
ἀπαρίνη, ἡ, Klebkraut, galium aparine, Linn.; Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπαρίνη, ἡ, Klebkraut, galium aparine, Linn.; Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπαρίνη — ἀπαρί̱νη , ἀπαρίνη cleavers fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρίνῃ — ἀπαρί̱νῃ , ἀπαρίνη cleavers fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρίνας — ἀπαρί̱νᾱς , ἀπαρίνη cleavers fem acc pl ἀπαρί̱νᾱς , ἀπαρίνη cleavers fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμπελόκαρπον — το Βοτ. ονομασία που έδινε ο Διοσκορίδης σε κάποιο φυτό, πιθανώς στην κολλητσίδα (Galium aparine τού γένους Γάλιο). Το φυτό αυτό ονομαζόταν επίσης από τους αρχαίους απαρίνη … Dictionary of Greek
γάλιο — (galium). Γένος δικοτυλήδονων ποωδών φυτών. Φυτρώνει σε όλες τις ηπείρους εκτός της Αυστραλίας και ανήκει στην οικογένεια των ρουβιιδών. Έχει λεπτό και έρπον ρίζωμα, τετραγωνικό και τριχωτό βλαστό, και φύλλα λογχοειδή ή γραμμοειδή κατά σπονδύλους … Dictionary of Greek
διασπορά — Ο διασκορπισμός, η διάδοση. (Βοτ.)δ. σπόρων. Η διαδικασία διασκόρπισης των σπόρων και η απελευθέρωσή τους από τους ώριμους καρπούς που τους περιέχουν. Υπάρχουν φυτά ή, ακριβέστερα, σπόροι των οποίων η δ. διευκολύνεται με τη μεσολάβηση διαφόρων… … Dictionary of Greek
ομφαλόκαρπος — ὀμφαλόκαρπος, ον (Α) (ως ονομασία τού φυτού ἀπαρίνη) αυτός που έχει ή παράγει καρπό όμοιο με ομφαλό … Dictionary of Greek
φιλάνθρωπος — η, ο / φιλάνθρωπος, ον, ΝΜΑ, και θεσσαλ. τ. πληθ. ουδ. φιλάνθρουπα Α 1. αυτός που αγαπά τον πλησίον του, τον συνάνθρωπό του, φιλάλληλος, αλτρουιστής 2. (για τον θεό) αυτός που αγαπά τους ανθρώπους («ἐν ὀνόματι τοῡ θεοῡ τοῡ ἐλεήμονος καὶ… … Dictionary of Greek
φιλίστιον — τὸ, Α [φίλιστος] πιθ. το φυτό απαρίνη … Dictionary of Greek
φιλεταίριος — (I) ον, Α [φιλέταιρος] 1. φιλέταιρος 2. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ὁ φιλεταίριος ή τὸ φιλεταίριον α) το φυτό πολεμόνιο β) το φυτό ωκιμοειδές γ) το φυτό απαρίνη δ) κληματίδα 3. φρ. «φιλεταίριος πούς» μέτρο μήκους, ισοδύναμο με τα 2/3 τού… … Dictionary of Greek
κολλιτσίδα — Κοινή ονομασία του ποώδους φυτού γάλιο η απαρίνη της οικογένειας των ρουβιιδών (δικοτυλήδονα), που αυτοφύεται σε όλη την Ελλάδα, σε καλλιεργημένους και χέρσους αγρούς, θαμνότοπους, φράχτες κ.α. Χαρακτηρίζεται από τους λεπτούς και τετραγωνικούς… … Dictionary of Greek