- ἀπ-αργυρισμός
ἀπ-αργυρισμός, ὁ, Verkauf gegen baar Geld, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπ-αργυρισμός, ὁ, Verkauf gegen baar Geld, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αργυρισμός — ἀργυρισμός, ο (Α) [αργυρίζομαι] νεοελλ. ιατρ. η αργυρίαση* αρχ. η κερδοσκοπία, ο χρηματισμός … Dictionary of Greek
ἀργυρισμοῦ — ἀργυρισμός getting money masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρισμῷ — ἀργυρισμός getting money masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρισμόν — ἀργυρισμός getting money masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)