- ἀπ-αρτι-λογία
ἀπ-αρτι-λογία, ἡ, die volle Summe, Her. 7, 29; Antiph. bei Poll. 2, 120; D. C.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπ-αρτι-λογία, ἡ, die volle Summe, Her. 7, 29; Antiph. bei Poll. 2, 120; D. C.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… … Dictionary of Greek