- ἀπ-αρτι-τόκος
ἀπ-αρτι-τόκος, so eben geboren habend, Inscr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπ-αρτι-τόκος, so eben geboren habend, Inscr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εχιδνότοκος — ἐχιδνότοκος, ον (ΑΜ) ο γεννημένος από έχιδνα μσν. μτφ. ο γεννημένος από αμαρτωλή ή κακεντρεχή γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + τοκος (< τίκτω), πρβλ. αρτί τοκος, πυρί τοκος] … Dictionary of Greek
αρτίτοκος — ἀρτίτοκος, ον (Α) 1. ο νεογέννητος 2. αυτός που γεννήθηκε υγιής και αρτιμελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτί + τοκος < τόκος. Ο τ. προπαροξύνεται λόγω της παθητικής του σημασίας, αντίθετα προς τον παροξύτονο, ενεργητικής, μεταβατικής σημασίας τ. αρτιτόκο … Dictionary of Greek
αρτιτόκος — ἀρτιτόκος, η (Α) αυτή που γέννησε προ ολίγου. [ΕΤΥΜΟΛ. Παροξυτονούμενος τ. λόγω της ενεργητικής, μεταβατικής του σημασίας < αρτι * + τοκος < τόκος (βλ. λ. αρτίτοκος)] … Dictionary of Greek