- ἀπό-λουσις
ἀπό-λουσις, ἡ, das Abwaschen, Plat. Crat. 405 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-λουσις, ἡ, das Abwaschen, Plat. Crat. 405 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρολουσίτης — ο, Ν (ορυκτ.) σύνηθες ορυκτό οξείδιο τού μαγγανίου που αποτελεί σημαντικό μετάλλευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrolusite < γερμ. Pyrolusit < pyro (< πυρ) + lusit (< λούσις < λούω). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αν.… … Dictionary of Greek