ἀπό-θεος

ἀπό-θεος

ἀπό-θεος, gottlos, wie ἄϑεος, Soph. frg. 246.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …   Dictionary of Greek

  • θεός — ο θηλ. θεά 1. ον με υπερφυσικές δυνάμεις που λατρεύεται από τον άνθρωπο: Οι θεοί του Ολύμπου. 2. (στη χριστιανική φιλοσοφία), ο δημιουργός του κόσμου, ο ρυθμιστής των νόμων του σύμπαντος. 3. ό,τι αγαπούμε υπερβολικά, το ίνδαλμα: Το χρήμα είναι ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • από μηχανής θεός — Δραματουργικό εύρημα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, κατά το οποίο την τελική λύση του περίπλοκου προβλήματος που ανιστορείται θα δώσει –σχεδόν απροσδόκητα– η παρέμβαση κάποιου θεού, που κατεβαίνει στη σκηνή με ειδικό μηχάνημα· χαρακτηριστική… …   Dictionary of Greek

  • Τιερί από τη Σαρτρ — (Thierry de Chartres, ; – 1155). Σχολαστικός φιλόσοφος του 12ου αι.. Ήταν νεότερος αδελφός του επίσης σχολαστικού φιλοσόφου Βερνάρδου από τη Σαρτρ και υπήρξε ένας από τους χαρακτηριστικότερους άνδρες της εποχής του. Το περιεχόμενο της διδασκαλίας …   Dictionary of Greek

  • Άττις — Θεός των Φρυγών και των Λυδών, o οποίος συνδέεται στενά με τον μύθο και τη λατρεία της Κυβέλης. Γράφεται και Άττης. Η μητέρα του τον γέννησε, αφού έφαγε τον καρπό μιας αμυγδαλιάς, που είχε φυτρώσει από τα γεννητικά όργανα που απέκοψαν οι θεοί από …   Dictionary of Greek

  • Ώρος — Θεός των Aιγυπτίων με μορφή γερακιού, που λατρευόταν ποικιλοτρόπως σε διάφορες περιοχές της Αιγύπτου. Αρχικά ήταν μία ουράνια θεότητα, που είχε για μάτια τον Ήλιο και τη Σελήνη και οι πτέρυγές της άγγιζαν τα σύνορα της Γης. Η λατρεία του, η οποία …   Dictionary of Greek

  • μώμος — Θεός των αρχαίων Ελλήνων, προσωποποίηση της χλεύης. Λέγεται ότι πέθανε από τη λύπη του, επειδή όσο και αν έψαξε δεν κατάφερε να βρει καμιά ατέλεια στην Αφροδίτη. Ο Μ. κρατούσε ραβδί που η πάνω άκρη του κατέληγε σε κεφάλι γυναίκας. * * * ο (Α… …   Dictionary of Greek

  • αποθέωση — Από τους προϊστορικούς ακόμα χρόνους, με βάση μια ορισμένη τελετή, οι άνθρωποι θεοποιούσαν διάφορα άτομα, που διακρίνονταν για τις σωματικές και πνευματικές τους ικανότητες, είτε όσο ζούσαν είτε μετά τον θάνατό τους. Τέτοια πρόσωπα ήταν συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • Θωρ — Θεός της σκανδιναβικής μυθολογίας, γιος του Οντίν και της Γιορντ. Ήταν θεός της βροντής, της αστραπής, των ανέμων και των ευεργετικών βροχών, πατέρας της δύναμης και ανταγωνιστής των γιγάντων. Προστάτευε και υπεράσπιζε τη γη, τους ανθρώπους και… …   Dictionary of Greek

  • ώρος — Θεός των Aιγυπτίων με μορφή γερακιού, που λατρευόταν ποικιλοτρόπως σε διάφορες περιοχές της Αιγύπτου. Αρχικά ήταν μία ουράνια θεότητα, που είχε για μάτια τον Ήλιο και τη Σελήνη και οι πτέρυγές της άγγιζαν τα σύνορα της Γης. Η λατρεία του, η οποία …   Dictionary of Greek

  • Νηρέας — Θεός της ήρεμης θάλασσας στην αρχαία Ελλάδα. Ο Ν. ήταν πατέρας των Νηρηίδων και σύζυγος της Ωκεανίδας Δωρίδας. Ο Ν. ήταν γιος της Γης και του Πόντου. «Άλιον γέροντα» (θαλασσινό γέρο) τον ονομάζει ο Όμηρος εμπνευσμένος από το θέαμα του αφρού που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”