- ἀ-πόνητος
ἀ-πόνητος, ohne Mühe u. Anstrengung, d. i. leicht, ἀπονητότατα καρπὸν κομίζονται Her. 2, 14. 7, 234; ohne Drangsal, Soph. El. 1054.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-πόνητος, ohne Mühe u. Anstrengung, d. i. leicht, ἀπονητότατα καρπὸν κομίζονται Her. 2, 14. 7, 234; ohne Drangsal, Soph. El. 1054.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοπόνητος — θεοπόνητος, ον (Α) ο κατασκευασμένος από τους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πόνητος (< πονώ «δουλεύω, κατασκευάζω»), πρβλ. αυτο πόνητος, χειρο πόνητος] … Dictionary of Greek
τριπόνητος — ον, Α φρ. «τριπόνητος ἔρις» άμιλλα μεταξύ τριών εργατριών για τη διεκπεραίωση ενός έργου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πόνητος (< πονῶ «μοχθώ, κοπιάζω»), πρβλ. χειρο πόνητος] … Dictionary of Greek
χειροπόνητος — ον, Α χειροποίητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + πόνητος (< πονῶ «μοχθώ, κοπιάζω»), πρβλ. θεο πόνητος] … Dictionary of Greek