ἀπό-μορφος

ἀπό-μορφος

ἀπό-μορφος, ungestaltig, fremdartig, Soph. frg. 845 B. A. 432.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • άσχημος — και άσκημος, η, ο (AM ἄσχημος, ον) Ι. αυτός που δεν έχει ωραία εμφάνιση, δύσμορφος μσν. νεοελλ. 1. δυσάρεστος, δυσμενής («άσχημα μαντάτα») 2. (για λόγια) προσβλητικός, υβριστικός 3. (για παράπτωμα) σοβαρός νεοελλ. 1. φοβερός, οικτρός 2. κακός,… …   Dictionary of Greek

  • ετερόμορφος — η, ο (ΑΜ ἑτερόμορφος, ον) αυτός που έχει μορφή διαφορετική από κάποιον άλλο ή απ ό, τι είναι σύνηθες νεοελλ. 1. αυτός που παρεκκλίνει από τη φυσιολογική μορφή 2. εκείνος που έχει τερατογονική διάπλαση, ο τερατόμορφος 3. (για έντομα) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • εύμορφος — η, ο και ἔμορφος, η, ο και ὄμορφος, η, ο (ΑΜ εὔμορφος, ον) 1. αυτός που έχει ωραία μορφή, ωραίος, καλοκαμωμένος («εὐμόρφων δὲ κολοσσῶν ἔχθεται χάρις ἀνδρί» η χάρη τών ωραίων εικόνων, αγαλμάτων, είναι μισητή στον άνδρα [ο οποίος επιθυμεί τη… …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολύμορφος — η, ο / πολύμορφος, ον ΝΜΑ αυτός που έχει πολλές μορφές, που παρουσιάζεται με πολλές μορφές νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το πολύμορφο χημ. πολύμορφο σώμα 2. φρ. α) χημ. «πολύμορφο σώμα» και «πολύμορφη ένωση» ένωση που εμφανίζεται σε περισσότερες από …   Dictionary of Greek

  • ψευδόμορφος — η, ο / ψευδόμορφος, ον, ΝΜ νεοελλ. 1. αυτός που παρουσιάζει μορφή διαφορετική από τη συνηθισμένη, που μοιάζει με κάτι άλλο 2. το ουδ. ως ουσ. το ψευδόμορφο (ορυκτ.) ορυκτό που σχηματίζεται από τη χημική μεταβολή ή την αλλαγή τής δομής μιας άλλης… …   Dictionary of Greek

  • ισομορφισμός — Φαινόμενο που βασίζεται στο γεγονός ότι δύο ουσίες που διαφέρουν ως προς τη χημική σύσταση έχουν τον ίδιο τύπο κρυσταλλικού πλέγματος. Ο ι. παρατηρείται, για παράδειγμα, σε ουσίες του τύπου ανθρακικού ασβεστίου και ανθρακικού ψευδαργύρου·… …   Dictionary of Greek

  • χολερόμορφος — η, ο, Ν χολεροειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χολέρα + μορφος (< μορφή), πρβλ. ανθρωπό μορφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • ανομοιόμορφος — η, ο 1. αυτός που διαφέρει στη μορφή ή στο σχήμα από κάποιον άλλο 2. αυτός που αποτελείται από μέρη που διαφέρουν μεταξύ τους κατά τη μορφή 3. αυτός που δεν έχει την ίδια πάντοτε μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανόμοιος + μορφος < μορφή. Η λ. μαρτυρείται …   Dictionary of Greek

  • πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… …   Dictionary of Greek

  • ημιμορφία — Το φαινόμενο σχηματισμού κρυσταλλικών μορφών που χαρακτηρίζονται από έλλειψη κέντρου συμμετρίας και πολική διαμόρφωση ενός κρυσταλλικού άξονα συμμετρίας. Οι ημιμορφικοί κρύσταλλοι δεν παρουσιάζουν παραλληλία όλων των εδρών τους ανά ζεύγη και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”