- ἀπό-δεξις
ἀπό-δεξις, ion. = ἀπόδειξις, Her., wie ἀποδέξασθαι = ἀποδείξασϑαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-δεξις, ion. = ἀπόδειξις, Her., wie ἀποδέξασθαι = ἀποδείξασϑαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… … Dictionary of Greek