- ἀπό-μακτρον
ἀπό-μακτρον, τό, = ἀπόμαγμα, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-μακτρον, τό, = ἀπόμαγμα, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλάβαστρο — Όρος που υποδηλώνει διαφώτιστες παραλλαγές δύο διαφορετικών πετρωμάτων: του ασβεστίτη, που εκτιμάται περισσότερο, και του γύψου. Το ασβεστολιθικό ή ανατολικό α. προέρχεται από ιζήματα υδάτων πλούσιων σε ακτινοειδή ή κατά ζώνες (ταινίες). Τα… … Dictionary of Greek
χειρόμακτρο — το / χειρόμακτρον, ΝΑ, και χειρώμακτρον και χειρρόμακτρον και αιολ. τ. χερόμακτρον Α (λόγ. τ.) κομμάτι από ύφασμα, πετσέτα για το σκούπισμα τών χεριών αρχ. είδος γυναικείου κεφαλόδεσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μάκτρον «πετσέτα» (< μάσσω… … Dictionary of Greek
ιδρωμάκτρα — η έλασμα από χάλυβα κατάλληλο για την αφαίρεση τού ιδρώτα τού ίππου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδρώς, ώτος + μάκτρον «πετσέτα»] … Dictionary of Greek