ἀπό-μελι

ἀπό-μελι

ἀπό-μελι, ιτος, τό, eine Art schlechten Meths, Honigwasser, Galen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… …   Dictionary of Greek

  • μέθυ — το (Α μέθυ, υος) νεοελλ. 1. κάθε μεθυστικό ποτό 2. συνεκδ. κέφι, χιούμορ αρχ. 1. το κρασί 2. η μπίρα («οὐ πίνοντας ἐκ κριθῶν μέθυ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μέθυ αντιστοιχεί στο προσηγορικό όνομα της IE *medhu «μέλι, υδρόμελι» και συνδέεται με αρχ …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • μελιτόεις — μελιτόεις, εσσα, εν (ΑM, Α και αρσ. αττ. συνηρ. τ. μελιτοῡς, Α και θηλ. αττ. συνηρ. τ. μελιττοῡττα) γλυκός σαν το μέλι, τερπνός, ευχάριστος («μελιτόεσσαν εὐδίαν», Πίνδ.) αρχ. 1. (για γλυκίσματα) αυτός που είναι παρασκευασμένος από μέλι, αυτός που …   Dictionary of Greek

  • μελίκρατος — μελίκρατος, ιων.τ. μελίκρητος, ον (ΑM) αυτός που είναι αναμεμιγμένος με μέλι 2. μτφ. (για πρόσωπα) γλυκός, γλυκομίλητος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελίκρατον ποτό που ήταν μίγμα από μέλι και νερό, υδρόμελι αρχ. το ουδ. ως ουσ. υδαρής ύλη που ήταν… …   Dictionary of Greek

  • μελένιος — α, ο [μέλι] 1. αυτός που είναι παρασκευασμένος από μέλι ή ζυμωμένος με μέλι («χαλβάς μελένιος») 2. αυτός που έχει το χρώμα τού μελιού, ο μελής 3. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («και το κρουστό σου το κορμί και το μελένιο στόμα», Παλαμ.) …   Dictionary of Greek

  • λίβος — (I) λίβος, τὸ (Α) 1. σταλαγμός, σταλαγματιά 2. είδος κολλυρίου 3. στον πληθ. τὰ λίβη ή λίβεα τα δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λίψ, λιβός «ρεύμα, ρυάκι» με αναβιβασμό τού τόνου]. (II) λίβος, τὸ (Α) είδος πίτας από μέλι που προσφερόταν στους θεούς.… …   Dictionary of Greek

  • υδρόμελι — Δροσιστικό ποτό, που παρασκευάζεται από μέλι ανακατεμένο με νερό. Κατά τη βράση του διαλύματος ανακατεύεται και ξαφρίζεται συνεχώς, όταν δε κρυώσει αρωματίζεται με άνθη τίλιου ή δεντρολίβανου και αφήνεται να ζυμωθεί για μεγάλο διάστημα. Το υ.… …   Dictionary of Greek

  • Τροφώνιος — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Απόλλωνα και της Επικάστης, του Δία και της Ιοκάστης ή του Εργίνη, βασιλιά του Ορχομενού των Μινυών. Τον συγχέουν επίσης με τον Χθόνιο Ερμή, και γι’ αυτό τον έλεγαν γιο του Βάκχου και της Περσεφόνης. Παιδιά του Τ.… …   Dictionary of Greek

  • μελίζωμον — μελίζωμον, τὸ (Α) ζωμός με μέλι, σιρόπι από μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ζωμός (πρβλ. εύ ζωμον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”