- ἀπό-νιψις
ἀπό-νιψις, ἡ, das Abwaschen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-νιψις, ἡ, das Abwaschen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποδονιψία — η, Ν εκκλ. η νίψη τών ποδών τών προσκυνητών ή επισκεπτών μοναστηριού από τους μοναχούς, δώδεκα μοναχών από τον ηγούμενο μοναστηριού κατά τη Μεγάλη Πέμπτη, δώδεκα πτωχών από τον επίσκοπο σε ορισμένες περιοχές τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek