- ἀπό-νευσις
ἀπό-νευσις, ἡ, Abneigung, Themist. or. 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-νευσις, ἡ, Abneigung, Themist. or. 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πτήση — Ενέργεια και ικανότητα παραμονής και μετακίνησης στον αέρα, τυπική σε όλα σχεδόν τα πτηνά και σε μεγάλο μέρος των εντόμων. Από τα θηλαστικά, ιδιαίτερα ικανά για π. είναι μόνο τα χειρόπτερα. Άλλα σπονδυλωτά, από τα ζώντα σήμερα, δεν είναι ικανά να … Dictionary of Greek
νεύση — η (ΑΜ νεῡσις) [νεύω] νεοελλ. βοτ. περιστροφική ή ελλειψοειδής κίνηση τών κορυφών τών βλαστών, τών ελίκων και άλλων οργάνων τών φυτών νεοελλ. μσν. 1. κλίση τής κεφαλής προς τα εμπρός και κάτω («ταῑς ἀνενδότοις νεύσεσι πρὸς τὸν θεὸν ἐκδημῶν», Μηναί … Dictionary of Greek