ἀπό-γονος

ἀπό-γονος

ἀπό-γονος, abstammend, Her. 6, 86, 4; herkommend von etwas, δείπνων Luc. Gall. 23; , der Nachkomme, Her. 7, 150 u. Folgde; bes. Enkel, nach Ammon. von ἔκγονος, Sohn, unterschieden; ἀπόγονος τρίτος, Urenkel u. s. w.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γόνος — Το προϊόν της γέννησης ή γονιμοποίησης, το τέκνο, ο απόγονος. Στα έντομα, γ. λέγονται τα αβγά τους, στα φυτά η γύρη των λουλουδιών και τα σπέρματα, στις μέλισσες όλες οι φάσεις της μεταμόρφωσης από το αβγό έως τη νύμφη, στα ψάρια το έκκριμα των… …   Dictionary of Greek

  • γονός — Το προϊόν της γέννησης ή γονιμοποίησης, το τέκνο, ο απόγονος. Στα έντομα, γ. λέγονται τα αβγά τους, στα φυτά η γύρη των λουλουδιών και τα σπέρματα, στις μέλισσες όλες οι φάσεις της μεταμόρφωσης από το αβγό έως τη νύμφη, στα ψάρια το έκκριμα των… …   Dictionary of Greek

  • ηχογόνος — ο αυτός που παράγει ήχο, ηχητικός («ηχογόνα σώματα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + γονος (< γίγνομαι), πρβλ. από γονος, δακρυο γόνος. Το ουδ. ηχογόνον μαρτυρείται από το 1888 στον Ηρακλή Μητσόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • θεόγονος — θεόγονος, ον (Α) γεννημένος από θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γονος (< γίγνομαι), πρβλ. από γονος, επί γονος] …   Dictionary of Greek

  • πρόγονος — ο / πρόγονος, ον, ΝΜΑ, μτγν. τ. ουσ. πρόγονος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που προϋπήρξε, αυτός από τον οποίο κατάγεται κάποιος, προπάτωρ («πατρὸς σου πρόγονος πατήρ», Ευρ.) 2. συν. στον πληθ. οι πρόγονοι οι προπάτορες αρχ. 1. ως επίθ. α) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • σύγγονος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. εκ γενετής, σύμφυτος, φυσικός 2. συγγενής 3. αυτός που έχει δεσμούς εξ αίματος συγγένειας με κάποιον άλλο 4. αυτός που ανήκει σε ένα γένος 5. εγχώριος, ντόπιος 6. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ και ἡ σύγγονος αδελφός, αδελφή 7.… …   Dictionary of Greek

  • πρόσγονος — ον, Α αυτός που γεννήθηκε κατόπιν, απόγονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. από γονος] …   Dictionary of Greek

  • παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • πρωτόγονος — η, ο / πρωτόγονος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που υπήρξε στην αρχή, ο αρχέγονος (α. «ευρήματα πρωτόγονων πολιτισμών» β. «κοινωνία καὶ ἁρμονία τῆς πρωτογόνου ὀρχήσεως δείγματά ἐστι», Λουκιαν.) 2. το ουδ. ως ουσ. το πρωτόγονο(ν), το φυτό… …   Dictionary of Greek

  • Ακαδημία ή Ακαδήμεια — Προάστιο της αρχαίας Αθήνας, στον έξω Κεραμεικό, κοντά στην όχθη του Κηφισού στα νότια του Ιππίου Κολωνού (βλ. λ. Κολωνός). Το όνομά του το πήρε από τον πρώτο του οικιστή, τον ήρωα Ακάδημο (ή Εκάδημο). Η Α. ήταν ιερό άλσος, που το τείχισε τον 6ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”