- ἀπό-κλεισμα
ἀπό-κλεισμα, τό, der Verschluß, Verhaft, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-κλεισμα, τό, der Verschluß, Verhaft, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… … Dictionary of Greek