ἀπό-κοιτος

ἀπό-κοιτος

ἀπό-κοιτος (κοίτη), außerhalb des Hauses, entfernt schlafend, τῶν συσσίτων Aesch. 2, 127; Luc. Abdic. 21; παρά τινος Deor. D. 10. 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κατάκοιτος — η, ο (AM κατάκοιτος, ον) νεοελλ. μσν. αυτός που μένει ξαπλωμένος στο κρεβάτι από κάποια αρρώστια, κρεβατωμένος αρχ. αυτός που αναπαύεται στο κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κοιτος (< κοίτη ή κοῖτος), πρβλ. από κοιτος, πρό κοιτος] …   Dictionary of Greek

  • απόκοιτος — ἀπόκοιτος, ον (Α) 1. αυτός που δεν κοιμάται πλέον στο σπίτι του 2. όποιος έχει απομακρυνθεί ή αποξενωθεί από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + κοιτος < κοίτος «κλίνη, κρεβάτι» (πρβλ. κατάκοιτος, οψίκοιτος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί …   Dictionary of Greek

  • ημερόκοιτος — ἡμερόκοιτος, δωρ. τ. ἁμερόκοιτος, ον (Α) (για κλέφτες ή για νυχτερίδες) αυτός που κοιμάται την ημέρα για να μπορεί να κλέβει κατά τη νύχτα («μή ποτε σ ἡμερόκοιτος ἀνήρ ἀπὸ χρήμαθ ἕληται», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + κοιτος (< κοίτη),… …   Dictionary of Greek

  • όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

  • τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… …   Dictionary of Greek

  • φοιτώ — φοιτῶ, άω και ιων. τ. έω, ΝΜΑ 1. συχνάζω 2. πηγαίνω σε σχολείο, παρακολουθώ μαθήματα (α. «φοίτησε σε μια από τις καλύτερες σχολές χορού» β. «φοιτᾶν... παρὰ τὸν Σωκράτην», Πλάτ.) νεοελλ. (ειδικά) είμαι φοιτητής, σπουδάζω σε ανώτατο ή ανώτερο… …   Dictionary of Greek

  • πρόκοιτος — ον, Α 1. φρουρός που φυλάει μπροστά από μια θέση και κυρίως αυτός που ανήκει στην προφυλακή 2. θαλαμηπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κοιτος (< κοίτη «κρεβάτι, φωλιά»), πρβλ. κατά κοιτος] …   Dictionary of Greek

  • υπερκοιτώ — έω, Μ (για ποταμό) χύνομαι πάνω από την κοίτη, πλημμυρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κοιτῶ (< κοιτος < κοίτη), πρβλ. προ κοιτῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”