ἀπό-κηρος

ἀπό-κηρος

ἀπό-κηρος, Empedocl. frg. 411 Conj. für ἀπόκληρος, neben ἀτειρής, dem Geschick nicht unterworfen, unsterblich.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… …   Dictionary of Greek

  • οζοκηρίτης — Ορυκτό, βιτουμινούχο, της ομάδας των ναφθίδιων, που στην εμφάνιση είναι όμοιο με τον κηρό των μελισσών. Μεγάλα συσσωματώματα του ορυκτού αυτού σχηματίζουν το πέτρωμα που είναι γνωστό ως κηρός. Ο ο. ποικίλλει σε χρώμα από ανοιχτό πράσινο και… …   Dictionary of Greek

  • κερί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 487 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νησιού, στα Α του ομώνυμου ακρωτηρίου, 21 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ζακύνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαγανά του νομού Ζακύνθου. Ο όρμος και το ακρωτήριο… …   Dictionary of Greek

  • σινικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κίνα ή στους Κινέζους («Σινική Θάλασσα») 2. αυτός που προέρχεται από την Κίνα 3. φρ. α) «Σινικό Τείχος» τείχος τού 4ου και 3ου π.Χ. αιώνα στα βόρεια τής Κίνας, το μεγαλύτερο σωζόμενο αρχαίο τείχος… …   Dictionary of Greek

  • κήρινος — και κέρινος, η, ο και κερένιος, ια, ιο (ΑΜ κήρινος, ίνη, ον) [κηρός] 1. ο κατασκευασμένος από κερί 2. αυτός που έχει το χρώμα τού κεριού, ωχρός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η κηρίνη ουσία που εξάγεται από τον κηρό μσν. αρχ. το θηλ. ως ουσ. (κατά τον… …   Dictionary of Greek

  • σφραγιδόκηρος — ο, Ν χημ. υλικό που χρησιμοποιείται για το σφράγισμα συσκευασμένων δεμάτων, επιστολών και άλλων πραγμάτων, το οποίο παρασκευάζεται από αραβικό κόμμι, κολοφώνιο ή ρητίνη και ανόργανες χρωστικές ύλες, αλλ. ισπανικός κηρός, βουλλοκέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • φθισίκηρος — ον, Α (ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τής Σελήνης) αυτός που φθείρει την καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φθίνω + κηρος (< κῆρ «καρδιά»), πρβλ. ἐπί κηρος. Ο τ. αντί τού αναμενόμενου *φθεισί κηρος, σχηματισμένου από την απαθή… …   Dictionary of Greek

  • Ι, ι — Το ένατο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό jôdh (= χέρι με τον πήχυ), του οποίου η γραφική παράσταση ήταν ή . Παρόμοιες ήταν οι πρώτες μορφές του ι στα ελληνικά αλφάβητα: ,, (Κρήτης, Θήρας). Μέχρι τον 7ο αι. π.Χ. η… …   Dictionary of Greek

  • παραφίνη — Μείγμα υδρογονανθράκων, γενικά αλαφατικών, που περιέχουν 20 40 άτομα άνθρακα. Το όνομά τους οφείλεται στην ελλιπή χημική δραστικότητά τους, που εκφράστηκε με το λατινικό όρο parum afflnis (ολίγη συγγένεια). Επειδή πρόκειται για μείγμα, η π. δεν… …   Dictionary of Greek

  • γεράκι — Κοινή ονομασία του γένους ιέραξ (falco), ημερόβιων αρπακτικών πτηνών της οικογένειας των ιερακιδών, που ανήκει στην τάξη των ιερακομόρφων. Τα μεγάλα ζωηρά μάτια των γ. βρίσκονται στις πλευρές της κεφαλής, ενώ το ράμφος τους είναι κοντό, ισχυρό… …   Dictionary of Greek

  • μικροκρυσταλλικός — ή, ό 1. γεωλ. χαρακτηρισμός πετρώματος τού οποίου ο ιστός έχει σχηματιστεί από συγκεντρώσεις πολύ μικρών κρυστάλλων, ορατών μόνον με το μικροσκόπιο 2. (χημ. ορυκτολ.) χαρακτηρισμός στερεών σωμάτων, κυρίως μετάλλων και κραμάτων, η δομή τών οποίων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”