ἀπό-γαιος

ἀπό-γαιος

ἀπό-γαιος (γῆ), vom Lande her kommend, ἄνεμος, Landwind, Strab.; Dio Chrys. II, 51; τὸ ἀπόγαιον, 1) ein Tau, das Schiff am Lande festzubinden, Pol. 33, 7. – 2) sc. διάστημα, die größte Erdferne der Planeten, Astron. – S. ἀπόγειος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γάιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής: 1. Γ. Γράκχος. Βλ. λ. Γράκχοι. 2. Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός Γ. Βλ. λ. Αύγουστος, Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός. 3. Κορνήλιος Γάλλος Γ. (69 π.Χ. – 26 π.Χ.). Λατίνος ποιητής. Διετέλεσε κυβερνήτης… …   Dictionary of Greek

  • Μάριος, Γάιος — (Gaius Marius, Άρπινο 158 π.Χ. – Ρώμη 86 π.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός και στρατηγός. Μολονότι υπήρξε homo novus (άνδρας χωρίς ευγενική καταγωγή), κατάφερε με την υποστήριξη των Μετέλλων να συμμετάσχει στην πολιτική ζωή διατρέχοντας ολόκληρο το cursus …   Dictionary of Greek

  • Καίσαρ, Γάιος Ιούλιος — (Gaius Julius Caesar, Ρώμη 100 – 44 π.Χ.). Ρωμαίος στρατηγός, πολιτικός, συγγραφέας και δικτάτορας της Ρώμης. Καταγόταν από το Ιούλιο γένος. Από τον θείο του, Μάριο, προσηλυτίστηκε στο πολιτικό στρατόπεδο των πληβείων. Η τοποθέτησή του στο πλευρό …   Dictionary of Greek

  • Τρεμπονιανός Γάλλος, Γάιος Βίμπιος — (Trebonianus Gallus, ; – 253 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας. Κυβερνήτης της Κάτω Μοισίας, το 250 δέχτηκε την επίθεση των Γότθων και σώθηκε από τον αυτοκράτορα Δέκιο, που βρήκε τον θάνατο από προδοσία εκείνου στη μάχη της Αβρίττου (251). Ανακηρύχθηκε …   Dictionary of Greek

  • Σαλλούστιος Κρίσπος, Γάιος — (Sallustius Crispus). Λατίνος ιστορικός (Αμιτέρνον, Σαβίνη 86 π.Χ. Ρώμη 35 π.Χ.). Το 50 αποπέμφθηκε από τη Σύγκλητο λόγω ανηθικότητας, αλλά, αφού αποκαταστάθηκε από τον Καίσαρα, έγινε ταμίας και αργότερα πραίτορας και διοικητής της Αφρικής, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Αύγουστος, Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός — (Gaius Julius Caesar Octavianus Augustus, Ρώμη 63 π.Χ. – Νόλα 14 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας. Ήταν γιος του Γάιου Οκτάβιου και της Αττίας, ανιψιάς του Καίσαρα, ο οποίος τον υιοθέτησε (45 π.Χ.) και τον όρισε με διαθήκη κληρονόμο του. Όταν πέθανε ο …   Dictionary of Greek

  • Γαλέριος, Γάιος Βαλέριος Μαξιμιανός — (Gaius Valerius Maximinianus Galerius, 242 – 311 μ.Χ.). Αυτοκράτορας του Ανατ. Ρωμαϊκού κράτους (305 311). Ανακηρύχθηκε καίσαρας το 293 στη Νικομήδεια. Σύζυγος της κόρης του Διοκλητιανού, για χάρη της οποίας χώρισε την πρώτη γυναίκα του, είχε την …   Dictionary of Greek

  • Καλιγούλας, Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Γερμανικός — (Gaius Julius Caesar Germanicus Caligula, Άντιο 12 μ.Χ. – Ρώμη 41 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (37 41 μ.Χ.). Γιος του Γερμανικού και της Αγριππίνας, ήταν ο τρίτος Ρωμαίος αυτοκράτορας μετά τον Αύγουστο και τον Τιβέριο. Το όνομα Κ. προέρχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Βλόσιος, Γάιος — (2ος αι. π.Χ.).Ρωμαίος στωικός φιλόσοφος, από την Κύμη της Καμπανίας. Υπήρξε φίλος του Τιβέριου Γράκχου και μαθητής του Αντίπατρου του Ταρσέα. Κατά την παράδοση, ο Β. επηρέασε τον δήμαρχο Τιβέριο Γράκχο να επιχειρήσει την εφαρμογή του νόμου που… …   Dictionary of Greek

  • Κάτουλος, Γάιος Βαλέριος — (Gaius Valerius Catullus, Βερόνα 84; – Σίρμιον 54; π.Χ.). Ρωμαίος ποιητής. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών που σχετιζόταν με τον Καίσαρα. Υπήρξε οπαδός των ιδεών του Βαλερίου Κάτωνα και αρχηγός της σχολής των νέων ποιητών, οι οποίοι είχαν… …   Dictionary of Greek

  • Μινίκιος, Φουνδανός Γάιος — (Funtanus Gaius Minicius, 2ος αι. μ.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός. Θεωρούνταν από τους συγχρόνους του ως λόγιος άνθρωπος και φίλος μορφωμένων διακεκριμένων προσωπικοτήτων της εποχής του, όπως του Πλίνιου, του Πλούταρχου κ.ά. Το 124 ανέλαβε τη διοίκηση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”