- ἀπό-καμψις
ἀπό-καμψις, ἡ, das Ablenken?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-καμψις, ἡ, das Ablenken?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι … Dictionary of Greek
κάμψη — I (Ανατ.). Μία κίνηση, όπως το λύγισμα του γονάτου, που επιμηκύνει τη γωνία ανάμεσα σε δύο γειτονικά οστά. Η αντίθετη κίνηση είναι η έκταση. II (Μηχ.). Παραμόρφωση που προκαλείται σε ένα στερεό υπό την επίδραση εξωτερικών δυνάμεων ή θερμοκρασίας … Dictionary of Greek
γονυκαμψία — η 1. κάμψη τού γόνατος 2. η κύρτωση τών ποδιών τού γονυκαμπούς ίππου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + κάμψις ( η) Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Γεώργιο Πιλάβιο] … Dictionary of Greek