- παρ-ημερεύω
παρ-ημερεύω, bei Einem den Tag zubringen, τινί, Poll. 1, 65.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-ημερεύω, bei Einem den Tag zubringen, τινί, Poll. 1, 65.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek
ήμερος — η, ο (AM ἥμερος, ον, Α θηλ. και ἡμερα, δωρ. τ. ἅμερος, ον) 1. (για ζώα) ο εξημερωμένος από τον άνθρωπο (α. «ήμερα σκυλιά» β. «χῆνα φέρων... ἥμερον ἐξ αὐλῆς», Ομ. Οδ.) 2. (για φυτά) ο καλλιεργημένος από τον άνθρωπο («ξύλου ἡμερης ἐλαίης», Ηρόδ.) 3 … Dictionary of Greek
παρημερεύω — Α διέρχομαι την ημέρα μου κοντά σε κάποιον ή κάνοντας κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἡμερεύω «περνώ την ημέρα μου»] … Dictionary of Greek