- ἀπό-κεντρος
ἀπό-κεντρος (κέντρον), vom Centrum entfernt, Maneth. 3, 269. 5, 134.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-κεντρος (κέντρον), vom Centrum entfernt, Maneth. 3, 269. 5, 134.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημίκεντρος — ἡμίκεντρος, ον (Α) αυτός που κείται μεταξύ δύο κύριων σημείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κεντρος (< κέ ντρον), πρβλ. από κεντρος, ομό κεντρος] … Dictionary of Greek
παράκεντρος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται δίπλα, κοντά στο κέντρο 2. το ουδ. ως ουσ. το παράκεντρο μαθημ. το εξωτερικό σημείο ενός τριγώνου, από όπου διέρχονται η εσωτερική διχοτόμος μιας γωνίας του και οι εξωτερικές διχοτόμοι τών δύο άλλων 3. φρ. «παράκεντρο… … Dictionary of Greek
ομόκεντρος — η, ο (Α ὁμόκεντρος, ον) (για σφαίρες, κύκλους, κ.ά σχήματα) αυτός που έχει το ίδιο κέντρο με κάποιον άλλο, ομοκεντρικός («ἡ γῆ ὁμόκεντρος τῷ οὐρανῷ μένει», Στράβ.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το ομόκεντρο το κοινό κέντρο δύο ή περισσότερων κύκλων… … Dictionary of Greek