κρότος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 120 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καινουργίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γόρτυνας. II Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάνα και της Ευφήμης, τροφού των… … Dictionary of Greek
κρότος — ο 1. κρότος που προέρχεται από κρούση ή σύγκρουση, πάταγος, βρόντος: Ακούστηκαν κρότοι πυροβολισμού. 2. ισχυρή εντύπωση, φήμη: Το άρθρο αυτό έκανε μεγάλο κρότο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπόκροτος — ον, Μ αυτός που κάνει κρότο, θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κρότος (πρβλ. ἀπό κροτος)] … Dictionary of Greek
κρόταφος — Η πλάγια πλευρά της κεφαλής, που περικλείεται από το μάτι και το αφτί. Βρίσκεται πάνω από το ζυγωματικό τόξο και αντιστοιχεί με το λεπιδοειδές μέρος του κροταφικού οστού και τον κροταφίτη μυ, που βρίσκεται πάνω του. κροταφική αρτηρίτιδα.… … Dictionary of Greek
βροντή — Ισχυρός κρότος που ακολουθεί την αστραπή και τον κεραυνό και γενικά κάθε κρότος που είναι ισχυρός. (Λαογρ.) Στο πλαίσιο της λαϊκής παράδοσης, το μπουμπουνητό αποδίδεται στο άρμα του προφήτη Ηλία, ο οποίος κυνηγά κάποιον δράκο ή στον αρχάγγελο… … Dictionary of Greek
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek
ιππόκροτος — ἱππόκροτος, ον (Α) αυτός που ηχεί από τον κρότο τών πατημάτων τών ίππων («ἱππόκροτος ὁδός», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κρότος (< κρότος), πρβλ. κωδωνό κροτος, ποσσί κροτος] … Dictionary of Greek
τράκα — η, Ν 1. ο ξηρός και οξύς κρότος που παράγεται από το χτύπημα μαστιγίου 2. σύγκρουση, ιδίως οχήματος, τρακάρισμα 3. φρ. α) «κάνω τράκα» ζητώ και αποσπώ χρήματα ή αντικείμενα χωρίς να τά επιστρέφω β) «κάνω τράκες» (συνήθως σχετικά με ενδυμασία)… … Dictionary of Greek
ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το … Dictionary of Greek
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek
τρίκροτος — η, ο / τρίκροτος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το τρίκροτο παλαιό πολεμικό ιστιοφόρο πλοίο με τρία επάλληλα πυροβολεία 2. φρ. «τρίκροτος σφυγμός» δίκροτος σφυγμός που ακολοθείται από εκτακτοσυστολή, έτσι ώστε στο σφυγμογράφημα να… … Dictionary of Greek