- ἀπό-ερσε
ἀπό-ερσε, Il. 6, 348; conj. ἀποέρσῃ, 21, 283; opt. ἀποέρσειε, 21, 329; vom Wasser, fortreißen, fortschwemmen; vgl. Buttmann Lexilog. 2, 169 f (ἄρδω, ἔῤῥω, ῥέω).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-ερσε, Il. 6, 348; conj. ἀποέρσῃ, 21, 283; opt. ἀποέρσειε, 21, 329; vom Wasser, fortreißen, fortschwemmen; vgl. Buttmann Lexilog. 2, 169 f (ἄρδω, ἔῤῥω, ῥέω).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
απόερσε — ἀπόερσε (επικ. αόρ. μόνον στο γ εν. πρόσ.) (Α) παρασύρω, τραβώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < από (F)ερσε. Στη ρίζα Fερ αντιστοιχεί η ΙΕ. ρίζα *wer «ανασύρω, αρπάζω, παίρνω», η οποία όμως δεν συμβάλλει πολύ στην κατανόηση του ελληνικού τύπου. Πρόκειται για επικό … Dictionary of Greek