- ἀπό-νυμφος
ἀπό-νυμφος (νύμφη), dem weiblichen Geschlechte abgeneigt, Poll. 3, 46.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-νυμφος (νύμφη), dem weiblichen Geschlechte abgeneigt, Poll. 3, 46.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομόνυμφος — ὁμόνυμφος, ον (Α) συγγενής εξ αγχιστείας, από γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + νυμφος (< νύμφη), πρβλ. κακό νυμφος] … Dictionary of Greek
νύφη — και νύμφη, η (ΑΜ νύμφη, Α δωρ. τ. νύμφα Μ και νύφη) 1. γυναίκα που τελεί ή τέλεσε πρόσφατα τους γάμους της, νιόπαντρη 2. η σύζυγος τού γιου σε σχέση με τους γονείς του («διχάσαι νύμφην κατά τής πενθερᾱς αὐτής», ΚΔ) 3. η σύζυγος ενός από τους… … Dictionary of Greek
παράνυμφος — ο, η, ΝΜΑ, παράνυφος Ν αυτός που αλλάζει τα νυφικά στέφανα κατά την ιεροτελεστία τού γάμου, ο κουμπάρος νεοελλ. το θηλ. κόρη που συνοδεύει τη νύφη στην τελετή τού γάμου μσν. αρχ. φίλος τού γαμπρού ο οποίος τόν συνόδευε και οδηγούσε τη νύφη από το … Dictionary of Greek