- ἀπό-ψηγμα
ἀπό-ψηγμα, τό, der Abgang beim Feilen, Abkratzen, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-ψηγμα, τό, der Abgang beim Feilen, Abkratzen, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψήγμα — το / ψῆγμα, ήγματος, ΝΜΑ [ψήχω] μικρό κομμάτι μετάλλου ή άλλου υλικού που προήλθε από απόξεση ή τριβή, τρίμμα, ρίνισμα, κόκκος (α. «ψήγματα σιδήρου» β. «ἐκ τῆς ἰλύος ψῆγμα ἀναφέρουσι χρυσοῡ», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. (μεταλλ.) μικρή, συνήθως, άμορφη… … Dictionary of Greek
μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς … Dictionary of Greek
υπαυγάζω — ΜΑ καταυγάζω, φωτίζω μσν. μτφ. κάνω κάτι να λάμπει αρχ. (αμτβ.) 1. αστράφτω, από κάτω, λάμπω από κάτω («χρυσοῡ ψῆγμα ποταμῷ ἀργυροδίνῃ ὑπαύγαζον», Φιλόστρ) 2. αρχίζω να φέγγω, να φωτίζω («ἐπεὶ ἡμέρα ἠπηύγαζε», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * +… … Dictionary of Greek
ρίνισμα — το / ῥίνισμα, ΝΜΑ [ῥινίζω] το ψήγμα, το απόξεσμα που πέφτει από σκληρό σώμα, συνήθως μέταλλο, την ώρα που ρινίζεται, που αποξέεται με τη λίμα («ρινίσματα σιδήρου») νεοελλ. η ενέργεια τού ρινίζω, το λιμάρισμα … Dictionary of Greek