- ἀπό-ψηστος
ἀπό-ψηστος, abgewischt, abgestrichen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-ψηστος, abgewischt, abgestrichen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλίμψηστος — η, ο (ΑΜ παλίμψηστος, ον) 1. (για χειρόγραφο, συν. σε πάπυρο ή περγαμηνή) αυτός τού οποίου το αρχικό κείμενο έχει ξεστεί για να γραφεί νέο κείμενο 2. το ουδ. ως ουσ. το παλίμψηστο(ν) χειρόγραφο συνήθως σε περγαμηνή ή σε πάπυρο τού οποίου έχει… … Dictionary of Greek