- ἀπό-χωσις
ἀπό-χωσις, ἡ, das Ab-, Verdämmen, Plut. Ant. 41.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-χωσις, ἡ, das Ab-, Verdämmen, Plut. Ant. 41.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμμοχωσιά — η (Α ἀμμοχωσία) κοίλωμα γης γεμάτο άμμο που προέρχεται από χείμαρρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμμος + χῶσις < χώννυμι] … Dictionary of Greek