ἀπό-φθεγμα

ἀπό-φθεγμα

ἀπό-φθεγμα, τό, Ausspruch, bes. eine witzige, sentenzenartige Antwort, Gedenkspruch, Xen. Hell. 2, 3, 24; Cic. fam. 9, 16 u. öfter; Plut., der Sammlungen von dergleichen gemacht hat.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεσόφθεγμα — μεσόφθεγμα, τὸ (Α) το εφύμνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + φθέγμα (πρβλ. από φθεγμα)] …   Dictionary of Greek

  • апофе́гма — ы, ж. лит. Краткое остроумное нравоучительное изречение. [От греч. ’αποφθεγμα изречение, меткое слово] …   Малый академический словарь

  • υπεραίρω — ὑπεραίρω ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὑπεραείρω ΜΑ [αἴρω / ἀείρω] 1. σηκώνω, υψώνω κάτι πάνω από κάτι άλλο 2. μέσ. υπεραίρομαι και ὑπεραίρομαι υπερηφανεύομαι, αλαζονεύομαι νεοελλ. μτφ. υπερεξυψώνω, υπερεπαινώ μσν. αρχ. υπερβαίνω κάτι στο ύψος (α.… …   Dictionary of Greek

  • χρόνιος — α, ο / χρόνιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Α [χρόνος] 1. αυτός που διαρκεί πολύ χρόνο, που εξακολουθεί να υπάρχει για μεγάλο χρονικό διάστημα 2. ιατρ. (για ασθένειες) αυτός που χαρακτηρίζεται από βραδεία εξέλιξη και μεγάλη χρονική διάρκεια αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • θωύσσω — θωΰσσω (Α) 1. κράζω μεγαλοφώνως, φωνάζω («παίσας κάρα θώϋξεν», Σοφ.) 2. (με αιτ. προσ.) καλώ κάποιον, επικαλούμαι («φθέγμα δι εξαίφνης τινός θώϋξεν αυτόν», Σοφ.) 3. (για σκύλους) υλακτώ, γαβγίζω 4. (για κουνούπια) βομβώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ …   Dictionary of Greek

  • τορός — (I) ά, όν, ΜΑ 1. (για φωνή ή ήχο) οξύς, διαπεραστικός («φωνὴ λαμπρὰ καὶ φθέγμα τορόν», Λουκιαν.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τορόν η ηχηρότητα, το να είναι ο ήχος διαπεραστικός («τὸ τοῡ προφερομένου λόγου τορὸν καὶ τρανέστατον», Ευστ.) αρχ. 1. (για το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”