- ἀπό-φυξις
ἀπό-φυξις, ἡ, das Entfliehen, Ar. Vesp. 558, wo aber cod. Rav. ἀπόφευξις hat, s. d. W. u. Lob. Phryn. 726.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-φυξις, ἡ, das Entfliehen, Ar. Vesp. 558, wo aber cod. Rav. ἀπόφευξις hat, s. d. W. u. Lob. Phryn. 726.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φύξις — εως, ἡ, Α 1. φυγή, το να φεύγει κανείς για να σωθεί 2. διαφυγή, το να αποφεύγει κάποιος κάτι («φύξις θανάτου», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυξ τής μηδενισμένης βαθμίδας τού ρ. φεύγω* (πρβλ. το ριζικό όν. φύξ). Η λ., εκτός από την ενέργεια, θα πρέπει… … Dictionary of Greek
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek
φύξιμος — ον, Α [φύξις] 1. (για τόπο) αυτός στον οποίο μπορεί κανείς να καταφύγει ή από όπου μπορεί να ξεφύγει για να γλιτώσει (α. «ὅθι μοι φάτο φύξιμον εἶναι», Ομ. Οδ. β. «ἱερόν τι φύξιμον τοῖς ἀφισταμένοις κατασκευάσαντες», Πλούτ.) 2. αυτός τον οποίο… … Dictionary of Greek
φυξίπολις — όλεως, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει εκδιωχθεί από την πόλη, φυγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυξι (βλ. λ. φεύγω, φύξις) + πόλις (πρβλ. σωζό πολις)] … Dictionary of Greek