- ἀπό-τιτθος
ἀπό-τιτθος (τίτϑη), von der Mutterbrust entwöhnt, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-τιτθος (τίτϑη), von der Mutterbrust entwöhnt, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τιτθός — ὁ, Α 1. ο γυναικείος μαστός, καθώς και η θηλή του («ἡ γυνὴ ἀπῄει κάτω καθευδήσουσα ὡς τὸ παιδίον, ἵνα τὸν τιτθὸν αὐτῷ διδῷ καὶ μὴ βοᾷ», Λυσ.) 2. (σπάν.) ο ανδρικός μαστός 3. άτομο που έχει αναλάβει την ανατροφή κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ.… … Dictionary of Greek
υπότιτθος — ον, ΜΑ ὑποτίτθιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τιτθός «μικρός μαστός» (πρβλ. ἀπό τιτθος)] … Dictionary of Greek
ομότιτθος — ὁμότιτθος, ον (Α) αυτός που ανατράφηκε από την ίδια τροφό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + τιτθος (< τίτθη «τροφός»), πρβλ. υπό τιτθος] … Dictionary of Greek