- ἀπό-τροφος
ἀπό-τροφος, abgesondert, fern von Elternerzogen, Her. 2, 64; übh. entfremdet, Synes. u. Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-τροφος, abgesondert, fern von Elternerzogen, Her. 2, 64; übh. entfremdet, Synes. u. Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek
ετερότροφος — η, ο (Α ἑτερότροφος, ον) αυτός που τρέφεται ή ανατρέφεται κατά διαφορετικό τρόπο νεοελλ. 1. βοτ. (για φυτά) αυτά που τρέφονται όχι σύμφωνα με τη φύση, αλλά παρασιτικά από άλλα οργανικά σώματα 2. βιολ. οι οργανισμοί (ζώα ή φυτά) που τρέφονται από… … Dictionary of Greek
Αμάλθεια — I Μυθολογικό πρόσωπο. Νύμφη, τροφός του Δία, την οποία θεωρούσαν στη Θεσσαλία κόρη του βασιλιά Αιμονίου, στην Κρήτη κόρη του Μελισσέα, άλλοι τη θεωρούσαν κόρη του Ωκεανού και άλλοι πάλι την ταύτιζαν με την κατσίκα που γαλούχησε τον Δία νήπιο σε… … Dictionary of Greek
τρέφω — ΝΜΑ, και θρέφω Ν, και δωρ. τ. τράφω Α 1. δίνω τροφή, ταΐζω (α. «τόν τρέφει με μέλι και με γάλα» β. «πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν», ΚΔ) 2. δίνω άφθονη τροφή σε ζώο για να παχύνει (α. «τρέφει γουρούνια» β. «μῆλα... τρέφοι», Ομ. Οδ.) 3.… … Dictionary of Greek
κηρότροφος — (I) κηρότροφος, ον (Α) ο κατασκευασμένος από κερί, κηρόπλαστος, κέρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + τροφός (< τρέφω), πρβλ. λιπαρό τροφος, οικό τροφος]. (II) κηρότροφος, ον (Α) αυτός που τρέφει τον θάνατο, θανατηφόρος («ὅτε λυγρὰ θαλπούσης ὄφιος… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Άρης — I Θεός του πολέμου και από τους μεγαλύτερους θεούς της ελληνικής, αλλά και της λατινικής μυθολογίας. Γιος του Δία και της Ήρας ή μόνο της Ήρας που έμεινε έγκυος με την επαφή άνθους ή της Ενυούς (γι’ αυτό και ονομάζεται Ενυάλιος), που όμως… … Dictionary of Greek
ευριπίδης — (Αθήνα 480; – Πέλλα 406 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή του (ότι ήταν γιος μανάβισσας, ότι είχε δύο άπιστες γυναίκες και ότι πέθανε κατασπαραγμένος από σκυλιά) φαίνεται να είναι είτε διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας είτε … Dictionary of Greek
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… … Dictionary of Greek
φορός — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek