- ἀπό-σηψις
ἀπό-σηψις, ἡ, das Abfaulen, Plut. non posse 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-σηψις, ἡ, das Abfaulen, Plut. non posse 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σήψη — η / σῆψις, ήψεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σᾱψις, Α [σήπομαι] αποσύνθεση ζωικής ή φυτικής οργανικής ουσίας, σάπισμα, σαπίλα νεοελλ. 1. (βοτ. ξυλ.) γενική ονομασία φυτονόσων που προκαλούνται από πάμπολλα είδη βακτηρίων και μυκήτων και που χαρακτηρίζονται… … Dictionary of Greek
ασηψία — Η πλήρης απουσία παθογόνων μικροβίων και σαπροφύτων. Η α. αποτελεί αρκετά πρόσφατη κατάκτηση της ιατρικής και κυρίως της χειρουργικής. Οι πρώτες προσπάθειες ανάγονται στις αρχές του 19ου αι. και απέβλεπαν στην καταστροφή με διάφορες χημικές ή… … Dictionary of Greek
σάψαλο — το, Ν 1. πράγμα σαθρό, σάπιο, ετοιμόρροπο 2. συνεκδ. άνθρωπος εξασθενημένος από αρρώστια ή από γηρατειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο αρχ. *σηψ αλός < σῆψις (< σήπομαι «σαπίζω»)] … Dictionary of Greek
σηψιγόνος — α, ο, θηλ. και ος, Ν αυτός που προκαλεί σηψαιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήψη / σῆψις + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. καπνο γόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο] … Dictionary of Greek
σηψιρριζία — η, Ν 1. βοτ. το σάπισμα τών ριζών τών φυτών, φυτονόσος κατά την οποία συντελείται η αποσύνθεση τών ιστών τής ρίζας τών φυτών και η οποία προκαλείται από πολλά είδη μυκήτων 2. φρ. «ξηρή συψιρριζία» βοτ. ασθένεια τών εσπεριδοειδών που προκαλεί… … Dictionary of Greek