- ἀπό-σκηνος
ἀπό-σκηνος (σκηνή), getrennt wohnend, nicht mit Andern zusammenlebend, Ggstz σύσσιτος Xen. Cyr. 8, 7, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-σκηνος (σκηνή), getrennt wohnend, nicht mit Andern zusammenlebend, Ggstz σύσσιτος Xen. Cyr. 8, 7, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άσκηνος — ἄσκηνος, ον (Α) |.1. αυτός που δεν βρίσκεται κάτω από σκηνή, ο υπαίθριος 2. εκείνος που δεν έχει σκηνοθετηθεί, ο αληθινός II. επίρρ. ασκήνως χωρίς σκηνοθεσία, με ειλικρίνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκηνος < σκηνή] … Dictionary of Greek