- ἀπό-σχισις
ἀπό-σχισις, ἡ, das Abspalten, Trennen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-σχισις, ἡ, das Abspalten, Trennen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχίσις — εως, ἡ, ΜΑ [σχίζω] η ενέργεια τού σχίζω, σχίσιμο («αὕτη αἰτία γέγονεν, ἡ σχίσις, τοῡ δύο γεγονέναι», Πλάτ.) αρχ. 1. διακλάδωση («ἔοικε σχίσεις τε καὶ περιόδους πολλὰς ἕχειν [ἡ πρὸς τὸν Ἅδην ὁδός]», Πλάτ.) 2. φρ. «σχίσις τοῡ γάλακτος» ο… … Dictionary of Greek