ἀπό-στροφος

ἀπό-στροφος

ἀπό-στροφος, 1) abgewandt, ὀμμάτων ἀποστρόφους αὐγὰς ἀπείρξω Soph. Ai. 69. – 2) wovon man sich abwendet, fürchterlich, die Furien, Orph. H. 70, 8. – 3) Bei Gramm. ἡ ἀπόστροφος, der Apostroph.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • апостро́ф — а, м. Надстрочный знак в виде запятой. [греч. ’αποστροφος] …   Малый академический словарь

  • ετερόστροφος — η, ο (Α ἑτερόστροφος, ον) νεοελλ. αυτός που στρέφεται κατά διεύθυνση αντίθετη από τη συνηθισμένη ή από τη διεύθυνση την οποία ακολουθεί άλλος αρχ. 1. (για ποιήματα) αυτός που αποτελείται από δύο στροφές ποικίλου ρυθμού 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

  • στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …   Dictionary of Greek

  • καλοστροφώ — καλοστροφῶ, άω (Μ) (για γεωργό) αναστρέφω καλά τους βώλους τού χώματος πριν από την άροση, πριν από το όργωμα τού χωραφιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + στροφῶ (< στρόφος < στρόφος, ὁ < στρέφω), πρβλ. βωλο στροφώ, οιακο… …   Dictionary of Greek

  • πολύστροφος — η, ο / πολύστροφος, ον, ΝΜΑ 1. πολύ συνεστραμμένος 2. μτφ. ευμετάβλητος νεοελλ. 1. (για ποίημα) αυτός ο οποίος αποτελείται από πολλές στροφές 2. (για μηχανές) αυτός που εκτελεί πολλές στροφές 3. μτφ. (για πρόσ.) α) αυτός που το μυαλό του παίρνει… …   Dictionary of Greek

  • χρυσόστροφος — ον, Α (για χορδή τόξου) κατασκευασμένος από συνεστραμμένα σύρματα χρυσού («χρυσοστρόφων ἀπ ἀγκυλᾱν βέλεα», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + στροφος (< στρόφος < στρέφω), πρβλ. πολύ στροφος] …   Dictionary of Greek

  • ειλεός — Το δεύτερο και τελικό τμήμα του λεπτού εντέρου· επίσης, η οξεία απόφραξή του. Ειλεοτυφλική βαλβίδα ονομάζεται ο σχηματισμός στο σημείο όπου ενώνονται ο ε. και το παχύ έντερο. ε. εκ χολολίθου. Απόφραξη του εντέρου. Προκαλείται από χολόλιθο, ο… …   Dictionary of Greek

  • στροφή — Ημιορεινός οικισμός (364 κάτ., υψόμ. 300 μ.), στην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται στην κοινότητα Αρριανών. * * * η, ΝΜΑ 1. το να στρέφει κανείς κάτι ή το να στρέφεται ο ίδιος, αλλαγή μετώπου ή κατεύθυνσης («στροφή προς τα πίσω») 2.… …   Dictionary of Greek

  • μονόστροφος — η, ο (ΑΜ μονόστροφος, ον) αυτός που αποτελείται από μία μόνο στροφή αρχ. 1. (για έλικα) αυτός που στρέφεται προς μία κατεύθυνση 2. φρ. «μονόστροφος ἅμαξα» άμαξα με έναν μόνο τροχό, μονότροχη. επίρρ... μονοστρόφως (ΑΜ) με μία στροφή, σε μία στροφή …   Dictionary of Greek

  • τετράστροφος — ον, Α αυτός που αποτελείται από τέσσερεις στροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + στροφος (< στροφή), πρβλ. τρί στροφος] …   Dictionary of Greek

  • τρίστροφος — ον, Α 1. (για κλωστές) στριμμένος τρεις φορές, καλά στριμμένος («λίνον ἐρρωμένως ἐστραμμένον, ὅσον δίστροφον ἢ τρίστροφον», Ορειβ.) 2. (μετρ.) αυτός που αποτελείται από τρεις στροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + στροφος (< στροφή), πρβλ. μονό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”