- ἀπό-σπονδος
ἀπό-σπονδος (σπονδή), von einem Vertrage od. Bündniß ausgeschlossen, also feindlich, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-σπονδος (σπονδή), von einem Vertrage od. Bündniß ausgeschlossen, also feindlich, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπόσπονδος — η, ο / ὑπόσπονδος, ον, ΝΜΑ αυτός που γίνεται ή υπάρχει με σπονδές, αυτός που προστατεύεται από σπονδές, από συνθήκες («ὑπόσπονδοι ἐξέρχονται τῆς χώρης», Ηρόδ.) αρχ. φρ. «ἀποδίδωμι [ή κομίζομαι] τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους» δίνω [ή μεταφέρω] τους… … Dictionary of Greek
τρίσπονδος — ον, Α φρ. «τρίσπονδοι χοαί» τριπλή νεκρική σπονδή από μέλι, γάλα και κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + σπονδος (< σπονδή), πρβλ. ἡμί σπονδος] … Dictionary of Greek